ἀστειοτάτων

ἀστειοτάτων
ἀστεῑοτάτων , ἀστεῖος
of the town
fem gen superl pl
ἀστεῑοτάτων , ἀστεῖος
of the town
masc/neut gen superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Βυζάντιος, Δημήτριος — (Κωνσταντινούπολη 1790 – Πάτρα 1853). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του κωμωδιογράφου και αγιογράφου Δημητρίου Κ. Χατζή Ασλάνη. Στη διάρκεια του Αγώνα του 1821 υπηρέτησε σε διάφορες κρατικές υπηρεσίες, προπάντων όμως έγινε γνωστός ως κωμωδιογράφος και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”